Ο Επαναστάτης
Άνθρωποι, δήθεν ανιδιοτελείς, ζητούσαν να τον προστατεύσουν
(προστατευμένοι οι ίδιοι απ τ όνομά του).
Μην κάνεις ετούτο ή τ΄ άλλο- του λέγαν˙
μη δίνεις στόχο, μη λύνεις τα κορδόνια σου ή τη ζώνη σου μπροστά τους,
μη γίνεσαι θύμα κάθε τόσο της ειλικρίνειάς σου.
Εκείνος τους χαμογέλαγε συγκατανευτικά
κι έπαιρνε με τα δυό του δάχτυλα μόνον
ένα ένα τα «μη» τους και τα πέταγε μες το δοχείο απορριμάτων
μαζί με τα ρούχα του.
Κι έτσι γυμνός, ωραίος, επαναστάτης,
φορώντας μονάχα τα τρύπια του (απ τις πολλές ορειβασίες) παπούτσια,
πέρασε κάτω απ’ τις ζητωκραυγές και τις κατάρες
και χάθηκε γαλήνιος μέσα στην αθανασία
Ο Ύστατος Οβολός
Δύσκολες ώρες, δύσκολες στον τόπο μας. Κι αυτός ο περήφανος,
γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος, αφέθηκε να τον βοηθήσουν,
εγγράψαν υποθήκες πάνω του, πήραν δικαιώματα, αξιώνουν,
μιλάνε για λογαριασμό του, του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα,
τον ελεούν, τον ντύνουν μ’ άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα,
του σφίγγουν μ’ ένα καραβόσκοινο τη μέση. Εκείνος,
μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει
μη και φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα του ύπνου)
σφιχτά σφιχτά, σαν ύστατο οβολό του, (μόνο τώρα βιός του)
γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του.
7. ΧΙ. 1968
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου